Κυάνη

Κυάνη
Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νύμφη. Ήταν σύζυγος του Ανάπη και φίλη της Περσεφόνης. Η παράδοση αναφέρει πως υπήρξε μάρτυρας της αρπαγής της φίλης της από τον Πλούτωνα, αλλά δεν στάθηκε ικανή να την εμποδίσει. Από τη στενοχώρια της έβαλε τα κλάματα· τα δάκρυά της σχημάτισαν μία πηγή, που ονομάστηκε αρχικά Κυάνη και σήμερα καλείται Πίσμα. Οι Συρακούσιοι την τιμούσαν μία φορά τον χρόνο, μαζί με τη Δήμητρα και την Περσεφόνη. 2. Κόρη του Κυανίππου από τις Συρακούσες. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Κυάνιππος δεν πίστευε στον Διόνυσο, γι’ αυτό ο θεός τον τιμώρησε. Κάποιο βράδυ συνάντησε την κόρη του και τη βίασε, χωρίς να την αναγνωρίσει μέσα στο σκοτάδι· ούτε η Κ. τον αναγνώρισε, αλλά του αφαίρεσε ένα δαχτυλίδι κατά τη συνεύρεση και το επόμενο πρωί συνειδητοποίησε έντρομη ποιος ήταν ο κάτοχος. Όταν οι Συρακούσες μαστίζονταν από λοιμό, το Μαντείο των Δελφών ζήτησε να θυσιαστεί κάποιος που είχε διαπράξει αιμομιξία για να σταματήσει η μάστιγα. Τότε η Κ. σκότωσε τον πατέρα της και αυτοκτόνησε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Κυάνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυάνῃ — Κυάνη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυανή Ακτή — I (Côte d’Azur). Γαλλικό τμήμα της Ριβιέρας στην ακτή της Προβηγκίας. Εκτείνεται από τα γαλλοϊταλικά σύνορα έως τον κόλπο Λα Ναπούλ (και κατ’ επέκταση, αλλά λανθασμένα, έως τον κόλπο της Ιέρ). Η περιοχή χαρακτηρίζεται από τις απότομες απολήξεις… …   Dictionary of Greek

  • Κυανή — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 557 κάτ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 106 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διδυμοτείχου …   Dictionary of Greek

  • κυανῆ — κυάνεος made of neut nom/voc/acc pl (attic epic) κυάνεος made of fem nom/voc sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυανῇ — κυάνεος made of fem dat sg (attic epic) κυανέω to be dark in colour pres subj mp 2nd sg κυανέω to be dark in colour pres ind mp 2nd sg κυανέω to be dark in colour pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυάνη — κύανος dark blue enamel fem nom/voc sg (attic epic ionic) κυανέω to be dark in colour pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κυανέω to be dark in colour imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυάνῃ — κύανος dark blue enamel fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυανέων — Κυάνη fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυανῶν — Κυάνη fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”